- ἀριδείκετος
- ἀριδείκετοςfamousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀριδεικέτω — ἀριδείκετος famous masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀριδείκετος famous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριδείκετον — ἀριδείκετος famous masc/fem acc sg ἀριδείκετος famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριδείκετα — ἀριδείκετος famous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριδείκετε — ἀριδείκετος famous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριδείκετ' — ἀριδείκετα , ἀριδείκετος famous neut nom/voc/acc pl ἀριδείκετε , ἀριδείκετος famous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)